χαμπέρι

χαμπέρι
το, Ν
βλ. χαμπάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμπέρι — το βλ. χαμπάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • χαμπάρι — χαμπάρι, το και χαμπέρι, το (λ. τουρκ.) 1. αγγελία, είδηση: Τι χαμπάρια μας φέρνεις; 2. φρ., «Δεν έχω χαμπάρι», το αγνοώ ολωσδιόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”